Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
View word page
ἀναμεστόω
to fill up, fill full

ShortDef

to fill up, fill full

Debugging

Headword:
ἀναμεστόω
Headword (normalized):
ἀναμεστόω
Headword (normalized/stripped):
αναμεστοω
IDX:
6067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6068
Key:

Data

{'content': 'to fill up, fill full'}