Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
ὀζωτός
Ὄη
ὅθεν
ὅθι
Ὀθλία
ὀθνεῖος
ὀθνιότυμβος
ὄθομαι
ὀθόνη
ὀθονιακός
ὀθονιηρά
ὀθόνινος
ὀθόνιον
ὀθονιοπλόκος
ὀθονιοπώλης
ὀθόννα
ὁθούνεκα
View word page
ὀθνιότυμβος
buried in a foreign land

ShortDef

buried in a foreign land

Debugging

Headword:
ὀθνιότυμβος
Headword (normalized):
ὀθνιότυμβος
Headword (normalized/stripped):
οθνιοτυμβος
IDX:
60678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60679
Key:

Data

{'content': 'buried in a foreign land'}