Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
ὀζωτός
Ὄη
ὅθεν
ὅθι
Ὀθλία
ὀθνεῖος
ὀθνιότυμβος
ὄθομαι
ὀθόνη
ὀθονιακός
ὀθονιηρά
ὀθόνινος
ὀθόνιον
ὀθονιοπλόκος
ὀθονιοπώλης
View word page
Ὀθλία
Othlia

ShortDef

Othlia

Debugging

Headword:
Ὀθλία
Headword (normalized):
ὀθλία
Headword (normalized/stripped):
οθλια
IDX:
60676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60677
Key:

Data

{'content': 'Othlia'}