Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
ὀζωτός
Ὄη
ὅθεν
ὅθι
Ὀθλία
ὀθνεῖος
ὀθνιότυμβος
ὄθομαι
ὀθόνη
ὀθονιακός
ὀθονιηρά
View word page
ὀζωτός
branching
ShortDef
branching
Debugging
Headword:
ὀζωτός
Headword (normalized):
ὀζωτός
Headword (normalized/stripped):
οζωτος
IDX:
60672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60673
Key:
Data
{'content': 'branching'}