Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
View word page
ἀνάμεστος
filled full

ShortDef

filled full

Debugging

Headword:
ἀνάμεστος
Headword (normalized):
ἀνάμεστος
Headword (normalized/stripped):
αναμεστος
IDX:
6066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6067
Key:

Data

{'content': 'filled full'}