Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
ὀζωτός
Ὄη
ὅθεν
ὅθι
Ὀθλία
ὀθνεῖος
View word page
ὀζόστομος
with bad breath

ShortDef

with bad breath

Debugging

Headword:
ὀζόστομος
Headword (normalized):
ὀζόστομος
Headword (normalized/stripped):
οζοστομος
IDX:
60667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60668
Key:

Data

{'content': 'with bad breath'}