Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
ὀζωτός
Ὄη
ὅθεν
ὅθι
Ὀθλία
View word page
ὄζος2
Cret. > ὅσος
ShortDef
a bough, branch, twig, shoot
Cret. > ὅσος
Debugging
Headword:
ὄζος2
Headword (normalized):
ὄζος
Headword (normalized/stripped):
οζος2
IDX:
60666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60667
Key:
Data
{'content': 'Cret. > ὅσος'}