Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
ὀζωτός
Ὄη
ὅθεν
View word page
ὀζόομαι
put forth branches

ShortDef

put forth branches

Debugging

Headword:
ὀζόομαι
Headword (normalized):
ὀζόομαι
Headword (normalized/stripped):
οζοομαι
IDX:
60664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60665
Key:

Data

{'content': 'put forth branches'}