Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
ὀζωτός
View word page
Ὀζόλαι
the Ozolae
ShortDef
the Ozolae
Debugging
Headword:
Ὀζόλαι
Headword (normalized):
ὀζόλαι
Headword (normalized/stripped):
οζολαι
IDX:
60662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60663
Key:
Data
{'content': 'the Ozolae'}