Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
ὀζώδης2
View word page
ὄζη
bad smell
ShortDef
bad smell
Debugging
Headword:
ὄζη
Headword (normalized):
ὄζη
Headword (normalized/stripped):
οζη
IDX:
60661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60662
Key:
Data
{'content': 'bad smell'}