Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
ὄζω
ὀζώδης
View word page
ὀζαλέος
branching

ShortDef

branching

Debugging

Headword:
ὀζαλέος
Headword (normalized):
ὀζαλέος
Headword (normalized/stripped):
οζαλεος
IDX:
60660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60661
Key:

Data

{'content': 'branching'}