Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
ὄζος2
ὀζόστομος
ὀζόχρωτος
View word page
ὀζαινικός
having
ShortDef
having
Debugging
Headword:
ὀζαινικός
Headword (normalized):
ὀζαινικός
Headword (normalized/stripped):
οζαινικος
IDX:
60658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60659
Key:
Data
{'content': 'having'}