Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
ὄζος
View word page
ὁδωτός
passable: practicable

ShortDef

passable: practicable

Debugging

Headword:
ὁδωτός
Headword (normalized):
ὁδωτός
Headword (normalized/stripped):
οδωτος
IDX:
60655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60656
Key:

Data

{'content': 'passable: practicable'}