Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
Ὀζόλαι
ὀζομενία
ὀζόομαι
View word page
ὀδωδή
smell, scent
ShortDef
smell, scent
Debugging
Headword:
ὀδωδή
Headword (normalized):
ὀδωδή
Headword (normalized/stripped):
οδωδη
IDX:
60654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60655
Key:
Data
{'content': 'smell, scent'}