Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
ὀζαλέος
ὄζη
View word page
Ὀδύσσειος
of Ulysses
ShortDef
of Ulysses
Debugging
Headword:
Ὀδύσσειος
Headword (normalized):
ὀδύσσειος
Headword (normalized/stripped):
οδυσσειος
IDX:
60651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60652
Key:
Data
{'content': 'of Ulysses'}