Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
ὀζαινίτης
View word page
Ὀδυσήιος
of Odysseus

ShortDef

of Odysseus

Debugging

Headword:
Ὀδυσήιος
Headword (normalized):
ὀδυσήιος
Headword (normalized/stripped):
οδυσηιος
IDX:
60649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60650
Key:

Data

{'content': 'of Odysseus'}