Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
ὀειδής
ὄζαινα
ὀζαινικός
View word page
ὀδυρτός
mourned for, lamentable

ShortDef

mourned for, lamentable

Debugging

Headword:
ὀδυρτός
Headword (normalized):
ὀδυρτός
Headword (normalized/stripped):
οδυρτος
IDX:
60648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60649
Key:

Data

{'content': 'mourned for, lamentable'}