Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
ὀδωδή
ὁδωτός
View word page
ὀδυρτέον
one must bewail

ShortDef

one must bewail

Debugging

Headword:
ὀδυρτέον
Headword (normalized):
ὀδυρτέον
Headword (normalized/stripped):
οδυρτεον
IDX:
60645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60646
Key:

Data

{'content': 'one must bewail'}