Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
ὀδύσσομαι
View word page
ὀδυρμός
a complaining, lamentation
ShortDef
a complaining, lamentation
Debugging
Headword:
ὀδυρμός
Headword (normalized):
ὀδυρμός
Headword (normalized/stripped):
οδυρμος
IDX:
60643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60644
Key:
Data
{'content': 'a complaining, lamentation'}