Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδύνα
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
Ὀδυσσεύς
View word page
ὄδυρμα
a complaint, wailing

ShortDef

a complaint, wailing

Debugging

Headword:
ὄδυρμα
Headword (normalized):
ὄδυρμα
Headword (normalized/stripped):
οδυρμα
IDX:
60642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60643
Key:

Data

{'content': 'a complaint, wailing'}