Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὀδρύσης
ὀδύνα
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
Ὀδύσσεια
Ὀδύσσειος
View word page
ὀδυνώδης
painful

ShortDef

painful

Debugging

Headword:
ὀδυνώδης
Headword (normalized):
ὀδυνώδης
Headword (normalized/stripped):
οδυνωδης
IDX:
60641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60642
Key:

Data

{'content': 'painful'}