Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδόω
Ὀδρύσαι
Ὀδρύσης
ὀδύνα
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
Ὀδυσήιος
View word page
ὀδυνηφόρος
causing pain

ShortDef

causing pain

Debugging

Headword:
ὀδυνηφόρος
Headword (normalized):
ὀδυνηφόρος
Headword (normalized/stripped):
οδυνηφορος
IDX:
60639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60640
Key:

Data

{'content': 'causing pain'}