Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
ἀναμετρητής
ἀναμετρικῶς
View word page
ἀναμέρισις
distribution
ShortDef
distribution
Debugging
Headword:
ἀναμέρισις
Headword (normalized):
ἀναμέρισις
Headword (normalized/stripped):
αναμερισις
IDX:
6063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6064
Key:
Data
{'content': 'distribution'}