Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδοχνοῦς
ὁδόω
Ὀδρύσαι
Ὀδρύσης
ὀδύνα
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
ὀδυρτός
View word page
ὀδυνήφατος
killing

ShortDef

killing

Debugging

Headword:
ὀδυνήφατος
Headword (normalized):
ὀδυνήφατος
Headword (normalized/stripped):
οδυνηφατος
IDX:
60638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60639
Key:

Data

{'content': 'killing'}