Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁδοφύλαξ
ὁδοχνοῦς
ὁδόω
Ὀδρύσαι
Ὀδρύσης
ὀδύνα
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
ὀδυρτικός
View word page
ὀδυνηρός
painful

ShortDef

painful

Debugging

Headword:
ὀδυνηρός
Headword (normalized):
ὀδυνηρός
Headword (normalized/stripped):
οδυνηρος
IDX:
60637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60638
Key:

Data

{'content': 'painful'}