Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁδοφυλακέω
ὁδοφύλαξ
ὁδοχνοῦς
ὁδόω
Ὀδρύσαι
Ὀδρύσης
ὀδύνα
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
ὀδύρομαι
ὀδυρτέον
ὀδύρτης
View word page
ὀδύνημα
pain
ShortDef
pain
Debugging
Headword:
ὀδύνημα
Headword (normalized):
ὀδύνημα
Headword (normalized/stripped):
οδυνημα
IDX:
60636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60637
Key:
Data
{'content': 'pain'}