Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁδουρέω
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφυλακέω
ὁδοφύλαξ
ὁδοχνοῦς
ὁδόω
Ὀδρύσαι
Ὀδρύσης
ὀδύνα
ὀδυναρός
ὀδυνάω
ὀδύνη
ὀδύνημα
ὀδυνηρός
ὀδυνήφατος
ὀδυνηφόρος
ὀδυνοσπάς
ὀδυνώδης
ὄδυρμα
ὀδυρμός
View word page
ὀδυναρός
painful
ShortDef
painful
Debugging
Headword:
ὀδυναρός
Headword (normalized):
ὀδυναρός
Headword (normalized/stripped):
οδυναρος
IDX:
60633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60634
Key:
Data
{'content': 'painful'}