Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφυλακέω
ὁδοφύλαξ
ὁδοχνοῦς
ὁδόω
Ὀδρύσαι
Ὀδρύσης
ὀδύνα
View word page
ὁδοστρωσία
paving of roads
ShortDef
paving of roads
Debugging
Headword:
ὁδοστρωσία
Headword (normalized):
ὁδοστρωσία
Headword (normalized/stripped):
οδοστρωσια
IDX:
60622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60623
Key:
Data
{'content': 'paving of roads'}