Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφυλακέω
ὁδοφύλαξ
ὁδοχνοῦς
ὁδόω
Ὀδρύσαι
Ὀδρύσης
View word page
ὁδοσκοπέω
watch the roads
ShortDef
watch the roads
Debugging
Headword:
ὁδοσκοπέω
Headword (normalized):
ὁδοσκοπέω
Headword (normalized/stripped):
οδοσκοπεω
IDX:
60621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60622
Key:
Data
{'content': 'watch the roads'}