Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφυλακέω
ὁδοφύλαξ
ὁδοχνοῦς
ὁδόω
View word page
ὀδός
a threshold > οὐδός
ShortDef
a threshold > οὐδός
Debugging
Headword:
ὀδός
Headword (normalized):
ὀδός
Headword (normalized/stripped):
οδος
IDX:
60619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60620
Key:
Data
{'content': 'a threshold > οὐδός'}