Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
ἀναμέτρησις
ἀναμετρητέον
View word page
ἀναμένω
to wait for, await
ShortDef
to wait for, await
Debugging
Headword:
ἀναμένω
Headword (normalized):
ἀναμένω
Headword (normalized/stripped):
αναμενω
IDX:
6061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6062
Key:
Data
{'content': 'to wait for, await'}