Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφυλακέω
ὁδοφύλαξ
ὁδοχνοῦς
View word page
ὁδοποιός
one who opens the way, a pioneer

ShortDef

one who opens the way, a pioneer

Debugging

Headword:
ὁδοποιός
Headword (normalized):
ὁδοποιός
Headword (normalized/stripped):
οδοποιος
IDX:
60618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60619
Key:

Data

{'content': 'one who opens the way, a pioneer'}