Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
ὁδουρός
ὀδούς
ὁδοφυλακέω
View word page
ὁδοποιητικός
finding a way, practical

ShortDef

finding a way, practical

Debugging

Headword:
ὁδοποιητικός
Headword (normalized):
ὁδοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
οδοποιητικος
IDX:
60616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60617
Key:

Data

{'content': 'finding a way, practical'}