Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
ὁδουρός
ὀδούς
View word page
ὁδοποίησις
a making of roads

ShortDef

a making of roads

Debugging

Headword:
ὁδοποίησις
Headword (normalized):
ὁδοποίησις
Headword (normalized/stripped):
οδοποιησις
IDX:
60615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60616
Key:

Data

{'content': 'a making of roads'}