Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
ὁδουρός
View word page
ὁδοποιέω
to make a road, guide

ShortDef

to make a road, guide

Debugging

Headword:
ὁδοποιέω
Headword (normalized):
ὁδοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οδοποιεω
IDX:
60614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60615
Key:

Data

{'content': 'to make a road, guide'}