Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
ὁδουρέω
View word page
ὀδοντωτός
with large teeth

ShortDef

with large teeth

Debugging

Headword:
ὀδοντωτός
Headword (normalized):
ὀδοντωτός
Headword (normalized/stripped):
οδοντωτος
IDX:
60613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60614
Key:

Data

{'content': 'with large teeth'}