Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
ὁδοστρωσία
View word page
ὀδοντοφυτικός
of or for teething

ShortDef

of or for teething

Debugging

Headword:
ὀδοντοφυτικός
Headword (normalized):
ὀδοντοφυτικός
Headword (normalized/stripped):
οδοντοφυτικος
IDX:
60612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60613
Key:

Data

{'content': 'of or for teething'}