Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
ὁδοσκοπέω
View word page
ὀδοντοφυΐα
teething
ShortDef
teething
Debugging
Headword:
ὀδοντοφυΐα
Headword (normalized):
ὀδοντοφυΐα
Headword (normalized/stripped):
οδοντοφυια
IDX:
60611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60612
Key:
Data
{'content': 'teething'}