Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
ὁδός
View word page
ὀδοντοφυής
sprung from the dragon's teeth
ShortDef
sprung from the dragon's teeth
Debugging
Headword:
ὀδοντοφυής
Headword (normalized):
ὀδοντοφυής
Headword (normalized/stripped):
οδοντοφυης
IDX:
60610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60611
Key:
Data
{'content': "sprung from the dragon's teeth"}