Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
ὀδός
View word page
ὀδοντοφυέω
cut teeth
ShortDef
cut teeth
Debugging
Headword:
ὀδοντοφυέω
Headword (normalized):
ὀδοντοφυέω
Headword (normalized/stripped):
οδοντοφυεω
IDX:
60609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60610
Key:
Data
{'content': 'cut teeth'}