Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
ὁδοποιός
View word page
ὀδοντοφόρος
bearing teeth

ShortDef

bearing teeth

Debugging

Headword:
ὀδοντοφόρος
Headword (normalized):
ὀδοντοφόρος
Headword (normalized/stripped):
οδοντοφορος
IDX:
60608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60609
Key:

Data

{'content': 'bearing teeth'}