Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
ὁδοποιία
View word page
ὀδοντοτύραννος
crocodile

ShortDef

crocodile

Debugging

Headword:
ὀδοντοτύραννος
Headword (normalized):
ὀδοντοτύραννος
Headword (normalized/stripped):
οδοντοτυραννος
IDX:
60607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60608
Key:

Data

{'content': 'crocodile'}