Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιητικός
View word page
ὀδοντόσμηγμα
tooth-powder
ShortDef
tooth-powder
Debugging
Headword:
ὀδοντόσμηγμα
Headword (normalized):
ὀδοντόσμηγμα
Headword (normalized/stripped):
οδοντοσμηγμα
IDX:
60606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60607
Key:
Data
{'content': 'tooth-powder'}