Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
View word page
ὀδοντοπονία
dentium labor

ShortDef

dentium labor

Debugging

Headword:
ὀδοντοπονία
Headword (normalized):
ὀδοντοπονία
Headword (normalized/stripped):
οδοντοπονια
IDX:
60605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60606
Key:

Data

{'content': 'dentium labor'}