Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
ὁδοποιέω
View word page
ὀδοντοποιέω
cut teeth
ShortDef
cut teeth
Debugging
Headword:
ὀδοντοποιέω
Headword (normalized):
ὀδοντοποιέω
Headword (normalized/stripped):
οδοντοποιεω
IDX:
60604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60605
Key:
Data
{'content': 'cut teeth'}