Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
ὀδοντωτός
View word page
ὀδοντόομαι
to be furnished with teeth

ShortDef

to be furnished with teeth

Debugging

Headword:
ὀδοντόομαι
Headword (normalized):
ὀδοντόομαι
Headword (normalized/stripped):
οδοντοομαι
IDX:
60603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60604
Key:

Data

{'content': 'to be furnished with teeth'}