Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὀδοντοφυΐα
ὀδοντοφυτικός
View word page
ὀδοντοξέστης
instrument for cleaning the teeth

ShortDef

instrument for cleaning the teeth

Debugging

Headword:
ὀδοντοξέστης
Headword (normalized):
ὀδοντοξέστης
Headword (normalized/stripped):
οδοντοξεστης
IDX:
60602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60603
Key:

Data

{'content': 'instrument for cleaning the teeth'}