Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
View word page
ὀδοντόκερας
horn-tooth
ShortDef
horn-tooth
Debugging
Headword:
ὀδοντόκερας
Headword (normalized):
ὀδοντόκερας
Headword (normalized/stripped):
οδοντοκερας
IDX:
60600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60601
Key:
Data
{'content': 'horn-tooth'}