Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀδονταλγία
ὀδοντάριον
ὀδοντᾶς
ὀδοντίας
ὀδοντίασις
ὀδοντιάω
ὀδοντίζω
ὀδοντικός
ὀδοντισμός
ὀδοντοβολέω
ὀδοντοειδής
ὀδοντόκερας
ὀδοντομάχης
ὀδοντοξέστης
ὀδοντόομαι
ὀδοντοποιέω
ὀδοντοπονία
ὀδοντόσμηγμα
ὀδοντοτύραννος
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω
View word page
ὀδοντοειδής
tooth-shaped
ShortDef
tooth-shaped
Debugging
Headword:
ὀδοντοειδής
Headword (normalized):
ὀδοντοειδής
Headword (normalized/stripped):
οδοντοειδης
IDX:
60599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60600
Key:
Data
{'content': 'tooth-shaped'}