Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
ἀναμάχομαι
ἀνάμβατος
ἀναμείγνυμι
ἀναμέλγω
ἀναμελετάω
ἀνάμελκτος
ἀναμέλπω
ἀναμεμιγμένως
ἀναμενετέον
ἀναμένω
ἀναμερίζω
ἀναμέρισις
ἀναμερισμός
ἀνάμεσος
ἀνάμεστος
ἀναμεστόω
ἀναμεταξύ
ἀναμετρέω
View word page
ἀναμεμιγμένως
promiscuously

ShortDef

promiscuously

Debugging

Headword:
ἀναμεμιγμένως
Headword (normalized):
ἀναμεμιγμένως
Headword (normalized/stripped):
αναμεμιγμενως
IDX:
6059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6060
Key:

Data

{'content': 'promiscuously'}